ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ (20/8/2022)

Έναν καιρό στη παλιά πόλη στο Κτήμα, ζούσε ένας τεμπέλης κατεργάρης ομορφονιός, που επειδή βαριόταν να δουλέψει, έκαμε μια παντρεμένη μεγάλη σε ηλικία γυναίκα φιλενάδα, η οποία του έδινε χαρτζιλίκι. Ο άντρας της ήταν μεγαλέμπορος και σε τακτικά διαστήματα έφευγε για ταξίδια σε άλλες πόλεις όπου και διανυκτέρευε. Τότε εύρισκε ευκαιρία ο μορφονιός και μέσα στη νύχτα κρυφά,επισκεπτόταν τη φιλενάδα του.

Μια φορά όμως κατά κακή του τύχη ο άντρας της επέστρεψε ενωρίς. Ευρισκόμενοι στη κρεβατοκάμαρα και ακούοντας το κλειδί στη πόρτα και μη έχοντας χρόνο διαφυγής, ο νους του κατεργάρη μορφονιού, πήρε αμέσως στροφές και σκαρφίστηκε ένα έξυπνο τρόπο να γλυτώσει. Πήρε λοιπόν το άσπρο σεντόνι από το κρεββάτι και το σκουλήστηκε, και μέσα στο μισοσκόταδο άπλωσε τα χέρια σαν φάντασμα και προχώρησε να φύγει. Πέρασε μπροστά από τον νοικοκύρη με θράσος, και με αργό βήμα άνοιξε το παράθυρο, το δρασκέλισε και γίνηκε καπνός.

Ο έμπορος δεν φαντάστηκε τίποτα πονηρό, παρα μόνο πίστεψε πως είδε αληθινό φάντασμα. Πήρε μεγάλο τρόμο, και από εκείνη την ημέρα πίστεψε πως στο σπίτι του κατοικούσαν φαντάσματα. Με τη γυναίκα του γύρεψαν παπάδες και μάγους να εξορκίσουν το σπίτι, όμως δυστυχώς το φάντασμα δεν έφευγε και η γυναίκα του όταν αυτός έλειπε σε κάποιο ταξίδι φοβόταν πολύ καθώς του έλεγε ότι κάποιες φορές το είχε ξαναδεί να σεριανίζει στο σπίτι. 

Έβγαλε λοιπόν ο καημένος επικήρυξη και έταξε δέκα λίρες σε όποιον θα μπορούσε να διώξει το φάντασμα από το σπίτι του.

Ο Κκόλας κάθε πρωί πριν ο ήλιος ανατείλει, πήγαινε περπατητός με το γαϊδούρι του φορτωμένο οπωρικά στο παζάρι να τα πουλήσει. Όταν ξημέρωνε καλά και ήταν ώρα να σχολάσει, πρίν καβαλικέψει το γαϊδουρι για την επιστροφή, του άρεσε να αράζει λίγη ώρα στο καφενείο της Συκαμηνιάς όπου απολάμβανε τον καφέ του και τη θέα που απλωνόταν ως τη θάλασσα. Εκεί όλη την ημέρα επίσης, την έβγαζε αραχτός και ο αργόσχολος ομορφωνιός που μαζί με τα άλλα του ελαττώματα, ήταν πολυλογάς και καυχησιάρης. Έτσι μια μέρα καυχήθηκε τα κατορθώματα του στο Κκόλα.

Ο Κκόλας την άλλη μέρα διηγήθηκε την ιστορία σε ένα κοψονούρη φίλο του αλετράρη, ο οποίος αμέσως του λέγει,

-Άκου φίλε, αυτό που κάνει δεν είναι σωστό, γι’ αυτό άκου τί να κάμουμε.

Ο Κκόλας τον άκουσε με προσοχή, και αμέσως σκέφτηκε πως ήταν ένα καλό σχέδιο.

Επήγαν στον έμπορο και του υποσχέθησαν πως έχουν τον τρόπο να διώξουν το φάντασμα δια παντός καθώς έχουν φίλο ένα σπουδαίο εξορκιστή. Ο έμπορος δέχτηκε, αφού ήθελε διακαώς να φύγει το φάντασμα και να μην φοβάται η γυναίκα του. Συμφώνησαν να τους δώσει προκαταβολικά τη μισή αμοιβή, και όταν παρέλθει καιρός χωρίς το φάντασμα να ξαναεμφανιστεί, να τους εξοφλήσει το υπόλοιπο ποσό. 

Όταν μια μέρα έφυγε ο έμπορος για ταξίδι και ο μορφονιός εξομολογήθηκε στο Κκόλα πως θα επισκεπτόταν τη νύχτα την παστρική, οι δυο φίλοι έβαλαν εμπρός το σχέδιο τους.

Στην αυλή του σπιτιού ο έμπορος είχε μια αποθήκη γεμάτη εμπορεύματα, ανάμεσα σε αυτά είχε και κάδους ασβέστη που πουλούσε στους κτίστες για να φτιάχνουν πηλό. Μπήκαν μέσα το λοιπόν, και κυλίστηκαν στον ασβέστη ο οποίος κόλλησε πάνω στα ρούχα τους και τα πρόσωπα τους, έγιναν ολόασπροι σαν φαντάσματα. Ύστερα βγήκαν έξω, πήγαν στην εξώπορτα του σπιτιού και τη γρατσούνισαν. Από μέσα οι ένοχοι νομίζοντας πως γύρισε ο νοικοκύρης, μάνι μάνι ο μορφονιός σκουλήστηκε το σεντόνι και πήδηξε από το παράθυρο. Όμως άχ τι τρομάρα πήρε, μπροστά του είδε δυο πραγματικά φαντάσματα να ξεχωρίζουν κάτασπρα στο σκοτάδι και να του κλείνουν το δρόμο. Η καρδιά του λαχτάρησε και κόντευε να σπάσει από το φόβο, ενώ τα γόνατα του λύγισαν και δεν τον έσωναν. Με κόπο έσυρε τα πόδια του στην αντίθετη μεριά να φύγει, και ευτυχώς τα φαντάσματα δεν του επιτέθηκαν, έμειναν μόνο να τον κοιτάζουν και να έχουν τα χέρια απλωμένα προς το μέρος του. 

Από εκείνο τον καιρό δεν ξαναεπισκέφτηκε την πεταχτή κυρία, και για όσο ζούσε είχε ένα μεγάλο φόβο για τα φαντάσματα, τόσο μεγάλο, που δεν ξεπόρτισε ξανά νύχτα από το σπίτι του.

Οι δυο φίλοι με την αμοιβή που πήραν, ο ένας αγόρασε ένα παλιό φορτηγάκι και κουβαλούσε τα προϊόντα του ώστε να μη χρειάζεται να πηγαίνει περπατητός στο παζάρι, ενώ ο άλλος ένα τρακτέρ και όργωνε τα χωράφια χωρίς να κουράζεται. 

Και έζησαν ο έμπορος με τη γυναίκα του καλά, και οι δυο φίλοι καλύτερα.